ντιβιζιονισμός

ντιβιζιονισμός
ο
τεχνοτροπία στη ζωγραφική τών εμπρεσιονιστών που επιδιώκει την επίτευξη τών διάφορων χρωματικών τόνων όχι με ανάμιξη τών χρωμάτων, αλλά με την παράθεση τους ή και με την επίθεση τού ενός στο άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. divisionism < λατ. divisio, -onis «διαίρεση, διανομή» (< λατ. divisus, μτχ. παρακμ. τού ρ. divido «μοιράζω») + κατάλ. -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διβιζιονισμός — και ντιβιζιονισμός, ο σχολή ζωγραφικής κατά την οποία οι τεχνίτες πετυχαίνουν τους διάφορους τόνους παραθέτοντας τα χρώματα σε παράλληλες λωρίδες σύμφωνα με τις αποχρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλ. ξεν. όρου πρβλ. γαλλ. divisionnisme] …   Dictionary of Greek

  • στικτογραφία — η, Ν τεχνοτροπία που υιοθετήθηκε από τους νεοεμπρεσιονιστές και συνίσταται στην παράθεση, πάνω στην επιφάνεια τού πίνακα, μικρών κουκκίδων, στιγμάτων, καθαρού χρώματος προκειμένου να επιτευχθεί οπτική ανάμιξη αντί τής χρησιμοποίησης αναμεμιγμένων …   Dictionary of Greek

  • στιγματογραφία — Ελληνική απόδοση του γαλλικού ζωγραφικού όρου pointillisme, που συνίσταται στην παράθεση μικρών στιγμάτων από καθαρό χρώμα, που τοποθετούνται πάνω στον καμβά σύμφωνα με τον επιστημονικό νόμο των σύγχρονων αντιθέσεων, ανακάλυψη του Γάλλου χημικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”